- μενεξεδί
- μενεξεδύ τό фиолетовый цвет, цвет фиалки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μενεξεδί — το ιού, το χρώμα του μενεξέ: Το μενεξεδί είναι το αγαπημένο μου χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… … Dictionary of Greek
ίανθον — ἴανθον, τὸ (Α) 1. ίανθος 2. το μενεξεδί ή βιολετί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ίανθος] … Dictionary of Greek
αλαβέρα — η ύφασμα τού Πόντου μεταξωτό, βυσσινί ή μενεξεδί ή πράσινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ὁλόβηρος «πορφυρό βάμμα»] … Dictionary of Greek
απλυσιά — (aplysia). Γένος μαλακίων της οικογένειας των απλυσιιδών. Ζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και βρίσκονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις περιοχές σε βάθος έως 20 μ. Έχουν μορφή κοχλία και φτάνουν σε μήκος τα 30 εκ. και σε πλάτος τα 10 εκ. Το σώμα… … Dictionary of Greek
ιανοκρήδεμνος — ἰανοκρήδεμνος, ον (Α) 1. αυτός που φοράει μενεξεδιά μαντήλα, μενεξεδί κεφαλόδεσμο 2. στεφανωμένος με ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιανο (πρβλ. ιανογλέφαρος) + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος, μαντήλι κεφαλιού»] … Dictionary of Greek
ιοδνεφής — ἰοδνεφής, ές (Α) αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δνεφής (< αμάρτ. *δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)] … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
λιλά — το 1. το χρώμα τής βιολέτας, το ιώδες, το μενεξεδί, το μοβ 2. ως επίθ. ιώδης, μενεξεδής, μοβ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lilas < αραβ. laylak, līlak < περσ. nīlak «γαλαζωπός»] … Dictionary of Greek
μενεξεδής — και μενεξελής ιά, ί (μενεξές] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μενεξέ, ιώδης, μοβ 2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδί το χρώμα τού μενεξέ, το ιώδες, το μοβ … Dictionary of Greek
εργοτίαση — Ασθένεια που προσβάλλει μεγάλο αριθμό αυτοφυών και καλλιεργούμενων αγρωστωδών και ιδιαίτερα τη σίκαλη· προκαλείται από έναν μύκητα γνωστό με την επιστημονική ονομασία Claviceps purpurea της ομάδας των πυρηνομυκήτων (οικογένεια υποκρεϊδών).… … Dictionary of Greek